ολλυνέομαι

ολλυνέομαι
ὀλλυνέομαι (Α)
είμαι κοντά στον θάνατο («ἐπὶ γὰρ τοῑσι πλείστοισι οὔτε ὀλλυνέονται οὔτε ὀρρωδέουσι θάνατον», Αρετ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού όλλυμι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”